μιξοδία — μιξοδίᾱ , μιξοδία a place where several ways meet fem nom/voc/acc dual μιξοδίᾱ , μιξοδία a place where several ways meet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξόδια — και μιξούδια, τα μικροί οχετοί τριγωνικής τομής για διοχέτευση τών υδάτων τού κύτους … Dictionary of Greek
μιξοδίαν — μιξοδίᾱν , μιξοδία a place where several ways meet fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξοδίη — μιξοδία a place where several ways meet fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξοδίῃσιν — μιξοδία a place where several ways meet fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίξοδος — η (Α μίξοδος) νεοελλ. ναυτ. 1. οπή στα ύφαλα τού πλοίου από την οποία ρουφούν νερό οι αντλίες που ψύχουν τις μηχανές ή παρέχουν νερό για το πλύσιμο τού καταστρώματος 2. οι οπές που υπάρχουν στις βάσεις τών νομέων για την καλύτερη άντληση τού… … Dictionary of Greek
μισγοδία — και μισγοδίη, ἡ (Α) μιξοδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + οδία (< οδός < ὁδός), πρβλ. κακ οδία, περι οδία] … Dictionary of Greek